σκιρρώδης

σκιρρώδης
-ες / σκιρώδης, -ῶδες, ΝΑ [σκῑρος / σκίρ(ρ)ος]
νεοελλ.
(για ιστό) αυτός που έχει σκληρή σύσταση
αρχ.
1. αυτός που είναι από τη φύση του σκληρός, ξηρός
2. (για τη νόσο τής επιληψίας) επίμονος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκιρώδης — ες / σκυρώδης, ῶδες, ΝΑ βλ. σκιρρώδης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”